- εὐόλισθον
- εὐόλισθοςslipperymasc/fem acc sgεὐόλισθοςslipperyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευόλισθος — εὐόλισθος, ον (ΑΜ) 1. ολισθηρός 2. ασταθής («μειράκια ἡλικίᾳ εὐολίσθῳ χρώμενα», Φίλ.) μσν. 1. αυτός που γλιστράει απαλά («εὐόλισθος στόλος», Πισίδ. Γ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐόλισθον η αστάθεια («τὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εὐόλισθον», Στουδ.… … Dictionary of Greek
ԴԻՒՐԱԳԹԵԼՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0630 Chronological Sequence: 11c գ. τὸ εὑόλισθον fragilitas Տկարութիւն. սխալականութիւն. *Զնուաստութիւն բնութեանդ, զբարուցդ զդիւրագթելութիւն. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 2 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)